- τοτοῖ
- τοτοῖ, Interj. in Trag. lyr., A.Pers.551,561; [full] τοτοτοῖ, S.Tr.1010; cf. ὀτοτοῖ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοτοί — και τοτοτοῑ Α (επιφών. σχετλιαστικό) αχ, αχ (α. «Ξέρξης δ ἀπώλεσεν, τοτοῑ... νᾱες δ ἀπώλεσαν, τοτοῑ», Αισχύλ. β. «ἧπταί μου, τοτοτοῑ, ἡ δ αὖθ ἕρπει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πρβλ. ὀτοτοῖ] … Dictionary of Greek
τοτοῖ — ὀτοτοῖ ah! woe! indeclform (exclam) τοτοῖ indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοτοτοῖ — τοτοῖ indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοτοτοί — Α επιφών. βλ. τοτοῑ … Dictionary of Greek